- ηλεκτροδυναμικός
- η , ό[ν] электродинамический;
ηλεκτροδυναμική μηχανή — динамо-машина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροδυναμική μηχανή — динамо-машина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροδυναμικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ηλεκτροδυναμική. 2. το αρσ. ως ουσ., ηλεκτροδυναμικός επιστήμονας ειδικός στην ηλεκτροδυναμική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)